<$BlogRSDUrl$>

2.4.08

Οι φρακασάνες 

(συνέχεια)

Γύρεψα μια πρόφαση για να τα πιάσω. Ελένη, της είπα, γιατί δεν έρχεσαι να σου δίνω τριαντάφυλλα, πίσω από κείνη την πασχαλιά ο πατέρας μου έχει φυτέψει μια τριανταφυλλιά κατακίτρινη. Θέλω, μου λέει, το τετράδιό σου της Γεωλογίας, θα σου το φέρω την Παρασκευή. Το πήρε κι έφυγε λέγοντας σε ευχαριστώ πολύ και την Παρασκευή μου τόφερε ο αδελφός της, ένας τσόγλανος καμιά δωδεκαριά χρονών, ψηλότερος από μένα δυο κεφάλια, μαλλιαρός, με μια χοντρή μονοκόμματη φωνή.
Κάποιο μεσημέρι καθόμουν κάτω από ένα δέντρο και διάβαζα. Δίπλα μου είχα μια στάμνα με νερό, έκανε ζέστη, κάθε τόσο έπινα λίγο νερό και ύστερα κατάβρεχα τη γη. Το χώμα είχε σκάσει σε μεγάλα κομμάτια, όταν το πότιζα θρυμματιζόταν αφήνοντας μια ευχάριστη, βαριά μυρουδιά.
Άκουσα βήματα στα χαλίκια και όταν σήκωσα το κεφάλι μου, είδα να έρχεται η Ελένη, ντυμένη με ένα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Θέλω πάλι εκείνο το τετράδιο της Γεωλογίας, μου είπε και με κύτταξε με ένα απλανές χαμόγελο, ενώ ταυτόχρονα κουνιόταν πέρα δώθε και άπλωνε τα χέρια της να φθάσει ένα κλαδί του δέντρου. Δεν το έχω, της είπα, θα μου το φέρει ο Τάκης το απόγευμα, έλα να διαβάσουμε μαζί. Η Ελένη έπιασε το κλαδί, το άρπαξε με τα δυο της χέρια και έκανε μια μάλλον αδέξια έλξη, τεντώνοντας νωχελικά το κορμί της. Ύστερα πήδησε, τίναξε το κεφάλι, διόρθωσε τα μαλλιά της και έφυγε. Μη με περιμένεις, μου φώναξε.
Το απόγευμα πήρα τα βιβλία μου και πήγα στο αμπέλι. Άρχισα κιόλας να παίρνει τη γνώριμη μυρουδιά του το κλήμα. Της Άγια Μαρίνας ρόγα και τ’ Αηλιός σταφύλι, έλεγε η γιαγιά μου. Έφερα στο μυαλό μου τις ρόγες της Ελένης. Εκείνη ήρθε σε λίγο φορώντας μια στενή χακί φούστα και άσπρο πουκάμισο, χωρίς σουτιέν. Θέλεις να φάμε κανένα σύκο, της είπα και την πήγα στην άκρη του αμπελιού. Τα πρώτα σύκα είχανε ήδη ωριμάσει, οι φρακασάνες όπως τα έλεγαν, μεγάλα ίσαμε ένα πορτοκάλι, από την τρύπα τους κρεμόταν μια καφέ σταγόνα πηχτό μέλι. Έβαλα την Ελένη να καθήσει, της έφερα σύκα και της άνοιξα το κουμπί από το άσπρο της πουκάμισο. Το δεξί της βυζί γλίστρησε έξω, ήταν λιγότερο στρογγυλό από όσο το φαντάστηκα, η ρόγα του κάπως κωνική. Άπλωσα το χέρι μου και κείνη έσκυψε ολότελα προς το μέρος μου. Φραπ, ακούστηκε τότε στο φράχτη και φάνηκε ο τσόγλανος ο αδελφός της, ψηλός και κακοβιδωμένος. Η Ελένη κουμπώθηκε βιαστικά, άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε να διαβάζει, εμένα τα πόδια μου έτρεμαν. Ο αδελφός της μας χαιρέτησε μεθ’ υποκλίσεως, σάλταρε στη συκιά και άρχισε να τρώει φρακασάνες. Η Ελένη απόφευγε να με κυττάξει, γύριζε τις σελίδες του βιβλίου και κάθε τόσο ίσιωνε τη φούστα της. Αργότερα σηκώθηκε και περπατήσαμε μαζί πιο πέρα. Μπήκαμε σε έναν μεγάλο λάκκο ανάμεσα σε κλήματα, τον είχαμε σκάψει στην Κατοχή και κρύψαμε μέσα χαλκώματα και όπλα. Δοκίμασα να πιάσω πάλι το βυζί της Ελένης, εκείνη τραβήχτηκε, γιατί παρασύρεσαι, μου είπε. Μάζεψε τα βιβλία της, φώναξε τον αδελφό της και έφυγε. Εκείνος πήδησε αργά από το δέντρο, με παρατήρησε με βλέμμα κάπως μυστήριο και απομακρύνθηκε χωρίς να με χαιρετήσει, τρώγοντας φρακασάνες.

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Οι φρακασάνες (1962), από το "Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη" Νεφέλη 1995



(πίσω σε αρχική)

2.12.06

Paradise 


*



Είχε μπει ο Σεπτέμβρης. Το ένιωσα εκείνο το μεσημέρι που είπα να γυρίσω στο σπίτι από την παραλία. Μια ψύχρα απ’ τη μεριά της θάλασσας, έπρεπε να είχα φορέσει μακρυμάνικο.
Εκείνη την ώρα, στο τέρμα του παραλιακού δρόμου, στο PARADISE, ο Μιχάλης είχε βγει έξω και έπλενε τις καρέκλες με το λάστιχο. Είχε συννεφιά. Η πρώτη συννεφιά του καλοκαιριού. Τον πλησίασα.
«Άδειασε το χωριό ξαφνικά».
«Δεν είναι για έξω σήμερα. Θα αρχίσω να μαζεύω», μου είπε, κι εγώ κοίταξα κάτω τα τσόκαρα που φορούσε, κάτι γυναικεία τσόκαρα.
Σημάδεψε με το λάστιχο μια καρέκλα και κατά λάθος με πιτσίλισε. Τραβήχτηκα πίσω.
«Σόρι».
«Δεν πειράζει, ρε. Πέρασε κανείς από δω;» ρώτησα να μάθω. Περισσότερο ήθελα να μείνω λίγο ακόμα εκεί.
«Μπα, όχι. Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Θα βρέξει μάλλον»
Κοιτάξαμε και οι δύο τον ουρανό.
«Πότε φεύγεις;» Πρώτη φορά που ρώτησε κάτι τέτοιο.
«Δεν ξέρω. Αύριο, μεθαύριο. Θα δούμε».
Μετά απ’ αυτό δε μιλήσαμε άλλο. Αυτός συνέχισε να τραβολογάει το λάστιχο από καρέκλα σε καρέκλα, από τραπέζι σε τραπέζι.
Κοίταξα πέρα. Τα φεριμπότ πηγαινοερχόντουσαν. Ο Νικόλας, η Βαγγελιώ, ο Άγιος Δημήτριος, το Έλενα. Θυμάμαι ώρες ατέλειωτες στο PARADISE να παίζουμε με τους άλλους το παιχνίδι: Ποιο είναι αυτό που μόλις ξεκίνησε; - Το Έλενα. – Όχι, ρε μαλάκα. – Ο Νικολάκης. – Ένα μηδέν.
Τα ’χαμε μάθει απέξω τόσα χρόνια.

Τώρα ξεκινούσε το Ιφιγένεια από απέναντι. Αυτό κάνει ακριβώς έντεκα λεπτά με μπουνάτσα. Έτσι είχε γίνει με μένα και τον Μιχάλη. Με μπουνάτσα. Ένα βράδυ που έτυχε να μείνουμε στο PARADISE ως αργά. Στο τέλος είχαμε ξεμείνει οι δυο μας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε τίποτα παραπάνω από ένα γεια. Φύγανε και οι τελευταίοι. Άντε να κάνουμε ένα τελευταίο τσιγάρο. Βάλε ένα τελευταίο ούζο. Μόλις είχε ξεκινήσει το Ιφιγένεια από απέναντι.
«Ποιο είναι;» με είχε ρωτήσει.
«Τι χάνεις αν το βρω;» είπα.
«Ρώτα με αλλιώς», είπε.
«Πώς αλλιώς;» είπα.
«Πες τι κερδίζω αν το βρω», είπε.
«Ντάξει. Τι κερδίζω;» τον ρώτησα.
Είχαμε πιει πολλά ούζα και ήταν ακόμα πολύ καλοκαίρι. Στο τέλος κάθε φράσης γελούσαμε χωρίς λόγο.
«Τι κερδίζω, ρε παιδί μου;»
«Κερδίζεις να γαμιόμαστε όση ώρα κάνει να έρθει από δω».
Εγώ απλώς είπα Ιφιγένεια.

Έτσι που τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, με πιτσίλισε πάλι με το λάστιχο. Τραβήχτηκα απότομα. Βράχηκε το παντελόνι μου μέχρι τα γόνατα. Νομίζω ότι το έκανε επίτηδες, αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω, αλλά μου είχε γυρισμένη την πλάτη του και κατέβρεχε το πεζοδρόμιο. Ήθελα να τον ρωτήσω. Αν το έκανε επίτηδες. Ή κάτι άλλο, δεν ξέρω τι.
«Μιχάλη.»
Ήταν η φωνή της γυναίκας του. Την είδα πίσω από το τζάμι του μαγαζιού, με το μωρό στην αγκαλιά.
«Γεια σου, Μαρία», τη χαιρέτισα και έφυγα τρέχοντας, γιατί είχε ήδη αρχίσει να βρέχει.

Λένα Κιτσοπούλου, από το βιβλίο της Νυχτερίδες, Κέδρος 2006

24.11.06



8.10.06

La mala education 


Η άποψη ότι «το Πασόκ διέλυσε την παιδεία» (ή και το αντίστοιχο «η ΝΔ διέλυσε την παιδεία») προϋποθέτει έναν κόσμο στερεωμένων, ακίνητων και αιώνιων αξιών πάνω στον οποίο μια παράταξη επενέβη καταστροφικά. Δεν αποκλείεται να έγινε κι αυτό. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο κόσμος άλλαζε διαρκώς όλα αυτά τα χρόνια, ανεξάρτητα από το αν ήταν στο Παιδείας ο Ευθυμίου ή η Γιαννάκου. Πρώτα αυξήθηκαν οι μονογονεϊκές οικογένειες και ύστερα έγινε αναφορά στα βιβλία, πρώτα εγκαταστάθηκαν μετανάστες στην Ελλάδα και μετά «πέρασαν» στα αναγνωστικά οι ιδέες του αντιρατσισμού. Δεν υπάρχει τομέας της σύγχρονης ζωής που να έμεινε ίδιος παγκοσμίως, οπότε η επιθυμία μας να μείνουν τα πράγματα στην παιδεία αναλλοίωτα μοιάζει ανεδαφική.

Αλλά και τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «διάλυση» της παιδείας; Μήπως την κειμενοκεντρική προσέγγιση στη γλώσσα; Την υποβάθμιση του ρόλου των προσώπων στην ιστορία; Τα πολλά αρχαία; Τα λίγα αρχαία; Τα λίγα θρησκευτικά; Τα πολλά θρησκευτικά; Τη βία των καθηγητών; Τη βία των μαθητών; Όσοι άνθρωποι, τόσες και οι απόψεις τους.

Πριν τα είκοσι αυτά χρόνια του Πασόκ, ας πούμε πριν το 1980, υπάρχουν πράγματα στο σχολείο που δεν θέλουμε να θυμόμαστε (και πολλά επιζούν ακόμα). Αυταρχισμός, κουρέματα και ταπεινώσεις, παρελάσεις και κλέη του παρελθόντος, υφέρπων φασισμός, ειρωνεία, (παρα)θρησκευτικός ηθικισμός, αποβολές
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Προαύλια με 300 άτομα στοιχισμένα, σε απόλυτη σιωπή. Προσωπικά έμαθα τις δασυνόμενες με κλάματα και το καταραμένο λύω με ακολουθούσε σαν σκιά σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τυπολατρίας, ξεχώρισαν κάποιοι εκπαιδευτικοί κυρίως για την έμμεση κριτική που άσκησαν στο μοντέλο, για την ανθρωπιά τους, την εμπνευσμένη (και εμπνευστική) διδασκαλία τους.


Οι σημερινές συνθήκες είναι διαφορετικές. Ένας εκπαιδευτικός, από την παιδεία του ή και από απλό ένστικτο μόνο, σπάνια πλέον καταφεύγει στον αυταρχισμό και την ειρωνεία για να επιβληθεί. Στο πρόσωπό του, καθώς προσπαθεί να ελέγξει μια τάξη χωρίς (λεκτική) βία, καθρεφτίζεται η ένταση που καταβάλλει ώστε να κάνει ενδιαφέρον ένα θέμα συνήθως αδιάφορο για τα παιδιά, από τους μιγαδικούς μέχρι τα νουκλεοτίδια. Καθώς το ελληνικό σχολείο δεν έχει ακόμα τις υποδομές να στηρίξει τη διδασκαλία με εποπτικά μέσα, οι δε «θεματικές αίθουσες» είναι επιστημονική φαντασία, ο δάσκαλος προσπαθεί με μουτσούνες και μίνι θεατρικά να κρατήσει το ενδιαφέρον. [Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού θεωρείται διεθνώς από τα πιο στρεσογόνα. Καπνίζουν δε οι πάντες.]

Το να αναγνωρίζεις στα παιδιά δικαιώματα, έχει κόστος. Αν το παιδί διαφωνήσει δεν θα το κάνει κόσμια. Δεν έχει τρόπους, εισαγωγές, περίτεχνη διατύπωση. Θα πει ξεκάθαρα, ακούγοντας έναν Εμπειρίκο, «αυτά είναι μαλακίες». Και ο δάσκαλος, ο καθηγητής δεν μπορεί να του απαντήσει «εσύ λες μαλακίες» ώστε να εκτονωθεί. Και ορθώς δεν μπορεί, γιατί ξέρουμε ότι υπάρχει ανισοτιμία στη σχέση. Αλλά είναι ιδιαίτερα ψυχοφθόρο να είσαι διαρκώς εκτεθειμένος στη νεανική ορμή, προσπαθώντας να είσαι ένας τρυφερός χωροφύλακας, να εφευρίσκεις τρόπους σωφρονισμού και περιστολής μιας ενέργειας που δεν είναι προορισμένη να περισταλεί. Και το κυριότερο, να ενεργείς αντίθετα με τις ίδιες σου τις απόψεις, συμμεριζόμενος απολύτως τους λόγους που ένα παιδί σήμερα (ανέκαθεν δηλαδή) ζητάει να σπάσει τα θρανία και να τα εκσφενδονίσει από το παράθυρο. Αλλά πρέπει να γίνει και το μάθημα, καθότι θεωρητικά, μακροπρόθεσμα, η γνώση θα το απελευθερώσει. Και ίσως να είναι πράγματι έτσι, μόνο που ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Χίλιες φορές να γράφει το και με έψιλον παρά να περιμένει με ανοιχτή παλάμη τους σωτήριους ραβδισμούς του. (Ποτέ μη σώσει και μάθει, που ’λεγαν οι παλιοί)

*


Οι γονείς συνήθως ξεφορτώνουν τα παιδιά στο σχολείο διατηρώντας την ανάμνηση της δικής τους εποχής. Πολλές φορές μένουν άναυδοι συνειδητοποιώντας πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα όταν ακούνε το παιδί τους να μιλάει με το γνωστό υφάκι, παρουσία τους, στον καθηγητή. Ασυνείδητα πιστεύουν πως όσα δεν κατάφεραν εκείνοι στο σπίτι θα το καταφέρει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής αγγίζοντάς τα με το μαγικό ραβδί.

Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν, πληρώνεται για να εκθέτει καθημερινά έναν εαυτό με περιορισμένα συνήθως ταλέντα (κάνει ό,τι μπορεί), ελλιπή προπαρασκευή και ανύπαρκτη στήριξη, ενώπιον μιας κοινότητας προσώπων που, από πίεση ή απλή ανωριμότητα, τον ελέγχει συνήθως σε λάθος σημεία (κυρία γιατί δεν πάτε στα Bodyline να αδυνατίσετε;). Καταργώντας τον μηχανισμό της από καθέδρας διδασκαλίας και του αυταρχισμού που επέτρεπε σε ασημαντότητες του παρελθόντος να οχυρώνονται πίσω του ώστε να επιζήσουν, το σημερινό σχολείο προσπαθεί να βρει το βηματισμό του στον σύγχρονο κόσμο με τον εκπαιδευτικό να σηκώνει το βάρος του αυτοσχεδιασμού της διδασκαλίας. Δεν είναι εύκολο αυτό σε καμιά χώρα του πλανήτη (στην Αγγλία και την Αμερική τα πράγματα είναι κολασμένα) ο δε διάλογος ανάμεσα στις γενιές περί των στόχων της εκπαίδευσης και των αξιών που πρέπει να υπηρετεί το σχολείο είναι μαχητικός.
Να έχουμε όμως στο μυαλό μας ότι κάθε αλλαγή, κάθε ιδέα που επιθυμούμε να υπηρετήσει το σχολείο, καλείται να την εφαρμόσει ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος ίδια χαμένος μέσα στον καταιγισμό των αλλαγών, όπως όλοι μας. Αυτόν τον εκπαιδευτικό, το υπουργείο αλλά περισσότερο η κοινωνία, συναισθανόμενη την κρισιμότητα του ρόλου του όφειλε να τον προστατέψει. Η σύγκριση των 1000 ευρώ με τον ιδιωτικό τομέα, τα σχόλια περί αγραμματοσύνης, τεμπελιάς, τετράμηνων διακοπών που κάνουν οι «κηφήνες» (που αναπτύχθηκαν κατά κόρο ως επιχειρηματολογία από εφημερίδων και τηλεοράσεων) είναι δείγμα της αντίληψης που έχει διαχυθεί ευρύτατα στην κοινωνία και ταμπουρώνει τον καθένα μας πίσω από το «αυτοί φταίνε». Οι «τελευταίοι που έπρεπει να μιλάνε». Οι «τενεκέδες ξεγάνωτοι» του Γιαννόπουλου. Δεν είναι καλά σημάδια αυτά.


Ας μη ξεχνάμε. Το σχολείο παραμένει φυλακή. Το μεγαλύτερο κακό που κάνει είναι ότι συνδέει τη γνώση με τον καταναγκασμό. Καταφέρνει να δυσφημίσει μέσα μας τη διαδικασία της μάθησης, ανήμπορο καθώς είναι να εξατομικεύσει τη διδασκαλία, παρασύροντας τους πάντες (εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές) στην τρελή κούρσα της εντατικοποίησης. Τα βιβλία γίνονται διαρκώς δυσκολότερα καθώς διαχέεται περισσότερη και συνθετότερη ύλη. Και ναι, το σχολείο παραμένει ταξικό. Ο μηχανισμός αναπαραγωγής των κοινωνικών δομών, προσαρμόζει την εκπαίδευση στα άλογα κούρσας, τους αυριανούς νομείς της εξουσίας. Το μέλλον έχει προαποφασιστεί πριν τη γέννηση του παιδιού- οι λιγότερο τυχεροί θα αναγκαστούν να αγκομαχήσουν στη διαδρομή, με αμφίβολα αποτελέσματα. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός σε μια πορεία κατάρριψης των στερεοτύπων της σκέψης και ενεργοποίησης του δημιουργικού δυναμικού των παιδιών. Αλλά δεν ωφελεί να κυνηγάμε διαρκώς τον έναν εκείνον σπάνιο δάσκαλο που μας καθόρισε- η εκπαίδευση δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στους φωτισμένους γκουρού. Υπάρχει ανάγκη ενός συστηματικού και ορθολογικού σχεδίου για την παιδεία που θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε κάθε δάσκαλος (και ο λιγότερο ταλαντούχος) και κάθε μαθητής (και ο λιγότερο πρόθυμος) να συνδέονται λειτουργικά και αποτελεσματικά στην κοινή προσπάθεια.

Δύσκολα πράγματα θα μου πεις, και δίκιο θα ’χεις.

5.9.06

Τέλος εποχής 


Μέχρι πρότινος ένας άνθρωπος (λιγάκι ιδιόρρυθμος ενδεχομένως) κατέβαινε στον Πειραιά, έπαιρνε το πλοίο της γραμμής, ταξίδευε 16 ώρες και, αφήνοντας πίσω του 10 γνωστά λιμάνια, κατέληγε ξημερώματα της επομένης στην περιθωριακή νήσο Χ. Από εκεί, φορτώνοντας στο τοπικό καΐκι 5 νερά και 2 ψωμιά, αποβιβαζόταν στην απομακρυσμένη παραλία Ψ, όπου και επιχειρούσε με μερικά καλάμια κι ένα παρεό να πλέξει γύρω από το ισχνό αρμυρίκι (αν ήταν τυχερός) τον ιστό μιας πρόσκαιρης, στεγασμένης ευτυχίας - τα θερινά του ανάκτορα. Αμετανόητος παραβάτης του νόμου περί ελεύθερης κατασκήνωσης συνέχιζε να παρανομεί επιλέγοντας να κολυμπάει γυμνός, ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας, σε συνεργασία με άλλους αντιφρονούντες, άναβε φωτιά στην παραλία. Ξαπλωμένος πια στη ζεστή άμμο, κοιτάζοντας το μακρινό φως του Γαλαξία, ακούγοντας μια ξεχασμένη μπαλάντα σαν το «and I love her» παιγμένη αδέξια, βυθιζόταν σε μια γλυκιά χαύνωση. Την ιδιάζουσα αυτή κατάσταση ήθελε να φαντάζεται ως καλοκαιρινή αμεριμνησία και, ακόμα χειρότερα, να τη βιώνει ως αυτονομία ή ελευθερία. Εύρισκε τον εαυτό του, λέει, ο αφελής.

Ευτυχώς, όχι πια. Το όραμα με την πρωτοφανή πανελλαδική διείσδυση και αποδοχή για μια ολόπλευρη τουριστική ανάπτυξη του τόπου, απαιτώντας (παντί τρόπω και δια ροπάλου) τον ατέρμονο πολλαπλασιασμό μιας παραλίας-πρότυπο, όπως, για παράδειγμα, το Καμάρι Σαντορίνης, διαλύει χρόνο με το χρόνο τις άγονες ψευδαισθήσεις ότι είναι εφικτή η ανθρώπινη ελευθερία ως κοινωνική συνθήκη, εμπεδώνοντας μέσα μας τη γνώση ότι όσες θάλασσες κι αν διαπλεύσεις, όσο μακριά κι αν πας, πάντα τον (ανελεύθερο) εαυτό σου θα συναντάς.
Έτσι, με αυτή τη λεπτή φιλοσοφική παρατήρηση κατά νου, το υπουργείο Τουρισμού σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς έχει επιλέξει προς το συμφέρον όλων, άλλους, ρεαλιστικότερους στόχους. Ζητάει συγκεκριμένα:
· Να σκιαστεί και ο τελευταίος αδέσποτος κόκκος άμμου (ο υγιής ανταγωνισμός θα οδηγήσει, μακροπρόθεσμα, σε μείωση των ενοικίων ξαπλώστρας-ομπρέλας)
· Να οικοδομηθεί και το τελευταίο αγροτεμάχιο με θέα στη θάλασσα (το τσιμέντο είναι ένα σύγχρονο, μοντέρνο υλικό και δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις), ώστε η περιπλανώμενη ψυχή του ταξιδιώτη να πέφτει πάνω σε ένα ρουμ του λετ- σί βιού και να ησυχάζει. Ακόμα κι αν έτσι παρεμποδίζεται η πρόσβαση στην παραλία, δεν πειράζει: η θάλασσα μερικές φορές είναι καλύτερα να λειτουργεί ως καθαρό, εμπνευστικό τοπίο παρά ως ανεξερεύνητη, σκοτεινή ύλη που ως γνωστόν κρύβει κινδύνους.
· Να δημιουργηθεί, τέλος, ένα γιγαντιαίο εθνικό catering το οποίο, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εμπειρία από τη σίτιση των αθλητών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, να οδηγήσει σε αυτοματοποίηση της διαδικασίας ώστε σε όλο το μήκος της νησιωτικής ακτογραμμής να σερβίρεται ταυτόχρονα η ίδια ποιότητα καουτσούκ με άρωμα καλαμαράκι, η ίδια ποιότητα ντομάτας με άρωμα χωριάτικη.

Όλα βαίνουν καλώς και σύμφωνα με το σχέδιο. Ο καθένας μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι πλέον υψηλού επιπέδου. Η Ελλάδα αλλάζει.

*

Μεγάλο υστερόγραφο: Το ζήτημα φυσικά δεν είναι αν μπορείς ακόμα να στήσεις κάπου, ελεύθερα τη σκηνή σου. Ίσως και να μπορείς. Δεν μπορείς όμως να αναπνεύσεις τον ίδιο αέρα, να συμμετάσχεις στην ίδια γιορτή. Αυτό που κατάφεραν οι αστυνομικές επιχειρήσεις με τις διαρκείς επεμβάσεις τους στις ελάχιστες ελεύθερες παραλίες, ήταν να διαλυθεί, συν τω χρόνω, η γεύση της μοιρασμένης ζωής, μια αύρα συντροφικότητας που προέκυπτε από τη χρήση των ίδιων ζωογόνων υλικών, της ίδιας θάλασσας και ουρανού. Κανείς δεν πίστεψε φυσικά ότι θα άλλαζε τον κόσμο επειδή κοιμήθηκε κάτω από τα αστέρια· έμαθε όμως πόσο βαθιά επηρεάζεται το βλέμμα όταν η ζωή απαλλάσσεται από τις βασανιστικές εξαρτήσεις της και επιστρέφει στις πηγές της. Πόσο εκστατικός και πράος γίνεται ο ίδιος όταν κατακτώντας μια βασική απλότητα, λειτουργεί ως εκούσιο μέλος μιας κοινότητας που αποκρυπτογραφεί με τον ίδιο τρόπο το μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι.

Οι παρέες του Σίμου στην Ελαφόνησο (φέτος έκλεισε και η θρυλική καντίνα- μπαρ του Παντελή, ένα αριστούργημα αισθητικής λιτότητας) της παλιάς Αιγιάλης, του Αη Νικόλα, του Ρούκουνα, του Κατσουνιού και κάθε άλλης μυστικής καβάντζας που έχει καθένας στο μυαλό του, ένας ολόκληρος κόσμος που διασκορπίζεται σιγά σιγά καθώς το «all together now» αντικαθίσταται ταχύτατα από τον τρέντυ κυνισμό και την ιδιώτευση.

Η ιστορία του διωγμού κρατάει χρόνια. Και είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι κανείς φωτισμένος, εναλλακτικός πολιτικός μας δεν φιλοτιμήθηκε όλα αυτό το διάστημα να υπερασπιστεί όχι τόσο το δικαίωμα σε μια ελεύθερη, αδιαμεσολάβητη ζωή κοντά στη φύση- αυτά είναι ψιλά γράμματα- όσο, έστω, τη διατήρηση αυτής της νέας παράδοσης της πολυχρωμίας, της φαντασίας, των αρχιτεκτονικών κατασκευών, των πάσης φύσεως πατεντών, των ατελείωτων παιχνιδιών, των θεατρικών και μουσικών δρώμενων που εκτυλίσσονταν καθημερινά σ’ όλα αυτά τα μέρη. Δέσμιοι μιας στενόχωρης, μονομερούς αντίληψης για την ανάπτυξη, αρχές του τόπου και τοπικές κοινωνίες δεν κατάλαβαν ότι δεν είναι προς το συμφέρον του τουρισμού η παστερίωση και ομογενοποίηση των πάντων· ότι θα ερχόταν μια μέρα που η «υπερεπάρκεια» κλινών θα τους γύριζε μπούμερανγκ· ότι στα οργανωμένα κάμπινγκ η άνεση και η ελευθερία έχουν πάει περίπατο· ότι δίπλα στις εκατοντάδες οργανωμένες πλαζ μπορούσαν και έπρεπε να παραμείνουν οι πέντε-έξι τελευταίες ελεύθερες.

Άλλωστε το όφειλαν, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όσους σε ανύποπτο χρόνο άνοιξαν (δυστυχώς) το δρόμο για τη σημερινή επέλαση της βαρβαρότητας· άνθρωποι ευγενείς που, αντίθετα με τα θρυλούμενα, σεβάστηκαν και τη φύση και τους ανθρώπους της, στεκόμενοι με ταπεινότητα απέναντι στους κυρ-Γιάννηδες και κυρα-Μαρίες των τοπικών κοινωνιών. Αναγνώριζαν στα πρόσωπά τους τις ποιότητες ενός πολιτισμού που τους ξεπερνούσε γι’ αυτό και έμεναν σε απόσταση, εραστές μόνο του ήλιου και της θάλασσας, αποφεύγοντας τις σημερινές ψευτο-οικειότητες του τύπου «χο χο, φάση έχεις ρε μπάρμπα, ρίξε μας κι ένα τραγούδι να χορέψουμε» στάση προσβλητική και χυδαία, που περιφέρει με καμάρι η εγχώρια αλαζονεία του σκαφάτου νεοπλουτισμού.

Ας είναι. Ραντεβού πάλι του χρόνου πάνω από τους χάρτες, με το ίδιο βασανιστικό ερώτημα, την ίδια πάντα αμηχανία: πού πάμε φέτος ρε παιδιά;



Athens Voice, τ.92, 8 Σεπτ.2005


8.2.05

Πλαγίως 

*

Το χιούμορ της ταινίας κάνει το βασανιστικό ταξίδι των ηρώων προς την αυτογνωσία τους να μοιάζει συχνά με χαριτωμένη αντρική υπεκφυγή ή έστω ανώδυνη ενδοσκόπηση. Το μυστικό όμως κρύβεται στη φόρτιση των εικόνων με ένα νόημα που καλείται να το αποδώσει ο καθένας μας. Σ’ αυτή την τέχνη βρίσκω μεγάλη σαγήνη. Όσο οι εικόνες μάς προσφέρονται ασχολίαστες από τον δημιουργό τους, τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη της έλξης που ασκούν πάνω μας για ερμηνεία. Όμως η συνάντηση και ο συντονισμός μας με τα έργα της τέχνης δεν μπορεί να γίνει σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Είναι ανάγκη, η κατασταλαγμένη εμπειρία μας (και όχι τόσο η νοητική επεξεργασία ) να φωτίσει το έργο αποκαλυπτικά. Το βασικότερο στοιχείο αυτής της ταινίας σιωπηρά προϋποτίθεται: είναι η προηγούμενη ειλικρινής συνομιλία με τη δική μας ζωή.

Το σινεμά, συχνότερα από άλλες τέχνες, λειτουργεί σαν διαφυγή. Χρήσιμος και άγιος είναι αυτός ο ρόλος του αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη χαρά, την ευφορία που νιώθεις όταν συναντιέσαι, όταν συνομιλείς (έστω μέσω του έργου του) με κάποιον που σε γνωρίζει σχεδόν προσωπικά.

Μακάρι όλα τα όσκαρ να πέσουν πάνω της. Όχι απαραίτητα γιατί τα αξίζει, όσο επειδή η δική μας ζωή αξίζει καλύτερη μεταχείριση από εμάς, τους πικραμένους διαχειριστές της.


------------
Υ.Γ. Ξέρω ότι τον αγαπητό nik_kit δεν τον ενθουσίασε η ταινία, αλλά είπαμε: λειτουργούμε και κρίνουμε μεροληπτικά όταν κάτι μας αφορά τόσο προσωπικά.

.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.


.










1.2.05

Πρώιμη επιστολική λογοτεχνία 

*

Άγνωστη φίλη μου γεια σου.

Με λένε Θάνο και είμαι δεκατεσσάρων χρονών. Πηγαίνω στην Γ΄γυμνασίου. Βρισκόμαστε δηλαδή στην ίδια περίπου ηλικία. Σε μια ηλικία που τα όνειρα και τα συναισθήματά μας αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του Εγώ μας. (πρόσεξε τώρα τεχνική: είμαι μεν μικρότερός της, αλλά μιλώ ήδη ως παντεπόπτης)

Διψάμε για το δίκιο και τη λευτεριά (εκείνη την περίοδο ήταν σκλαβωμένη ακόμα η Αττική) για την αγνή, καθαρή αγάπη (ανεπίγνωστος Πλατωνισμός), νιώθουμε να μας κυριεύει το πάθος για τη ζωή (έμμεση σημείωση της φλόγας που με σιγοκαίει).

Όταν όμως αυτά τα ωραία αισθήματα είσαι αναγκασμένος να τα πνίγεις μέσα σου, αγανακτείς. Αγανακτείς και ζητάς μια επαφή με κάποιον που να μπορεί να σε νιώσει. Και συ φίλη μου μπορείς να με νιώσεις. (δικηγορίστικη τεχνική οικειοποίησης του μάρτυρα)

Συγχώρεσέ με αν μιλήσω πολύ για μένα αλλά για σένα δεν ξέρω τίποτα ακόμα (έτσι είναι η ευγένεια: αναμασάει το προφανές)

Εγώ λοιπόν μέχρι την τετάρτη δημοτικού μεγάλωσα στην επαρχία. Μετά ήρθα εδώ. Οι γονείς μου είναι καλοί, μα θυμώνουν σχετικά εύκολα. Πάντως δεν καταπιέζομαι υπερβολικά (σύντομη, στέρεη αφήγηση που δεν κουράζει)
Κι όμως, θέλω να νιώθω έντονα το σκοπό της γήινης παρουσίας μου. Γιατί ζω. (αγνοώ τον Άμλετ. Αλλά τον περιέχω). Νομίζω πως κάθε νίκη, σε όλα τα πεδία των μαχών, υλικών ή πνευματικών, παίρνεται με αγώνα. Αγώνας ζωής. (καλά, υπήρχαν από τότε εκθεσιολόγια; Πού τις βρήκα αυτές τις παπαριές;)

Πιστεύω στην αξία που έχει η λευτεριά, ατομική ή συνολική.(Επανέρχομαι. Είναι που δεν καταπιέζομαι υπερβολικά - κούνια που με κούναγε.)
Πιστεύω επίσης στην αγάπη. Η αγάπη για μένα είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Ο κόσμος δεν φτιάχνεται με νόμους ή συστήματα αλλά με αυτό που πηγάζει από μέσα. Κάθε άνθρωπος σχετίζεται με πολλούς άλλους. Αν σ’ αυτούς γίνει αισθητή η αλλαγή, θα έχεις καταφέρει πολλά. Ή τουλάχιστον εσύ, θα είσαι σε θέση να δεις τη ζωή από διαφορετική σκοπιά. (δηλαδή αν δεν πετύχει η ειρηνική επανάσταση του Ευαγγελίου θα σου μείνει τουλάχιστον ένα ωραίο ζευγάρι γυαλιά)

Για σένα, για μένα, για όλους, υπάρχει κάποιο απλωμένο χέρι που ζητά το δικό μας. (κακοχωνεμένη ποίηση της εποχής, ίσως αποτελεσματική λόγω της μεταπολίτευσης). Ας το σφίξουμε κι ας προχωρήσουμε μαζί του. Αλήθεια δεν νομίζεις κι εσύ ότι είναι πολύ ωραίο;

Πιστεύω επίσης στη δύναμη και την αξία του μη εμπορικού τραγουδιού. Προτιμώ PINK FLOYD, GENESIS, QUEEN -αν προσέξεις τα λόγια του συγκροτήματος αυτού θα δεις ότι αξίζουν πολλά- (να σου πω την αλήθεια εγώ δεν πρόσεξα αρκετά, ίσως με βοηθήσεις εσύ να σκύψουμε πάνω τους), PETER FRAMTON (άκου φίλε μου), STEVE MILLER BAND, SANTANA, κα.

Κάπου κάπου γράφω και κανένα ποίημα. (πώς ο τσομπάνης σκαλίζει τη φλογέρα του; ε, έτσι κι εγώ φτιάχνω τα δίστιχά μου). Αν γράφεις κι εσύ στείλε μου. Στείλε μου και φωτογραφία σου για να νιώθω ότι μιλάω σε κάποιον που βλέπω.(εδώ ήθελα να καταλήξω και μου πήρε τόσες παραγράφους)

Τώρα που σου γράφω είναι περασμένες 12. Όλοι κοιμούνται. (λες και φιλοξενούμε το β τάγμα στρατού στο σπίτι-τέλος πάντων) Στο δωμάτιο το μόνο που ακούγεται είναι το χέρι μου που γράφει. (ναρκισσισμός και υποβολή ατμόσφαιρας)

Περιμένω το γράμμα σου με αγωνία.
Σ’ ευχαριστώ
Θάνος ( στο τελικό ς αναπαριστάται μίσχος με μαργαρίτα- τι να πω δεν ξέρω)

Υ.Γ. Όχι μόνο το έστειλα, αλλά κράτησα και αντίγραφο. Η απάντηση ακολουθεί...



This page is powered by Blogger. Isn't yours?