<$BlogRSDUrl$>

2.4.08

Οι φρακασάνες 

(συνέχεια)

Γύρεψα μια πρόφαση για να τα πιάσω. Ελένη, της είπα, γιατί δεν έρχεσαι να σου δίνω τριαντάφυλλα, πίσω από κείνη την πασχαλιά ο πατέρας μου έχει φυτέψει μια τριανταφυλλιά κατακίτρινη. Θέλω, μου λέει, το τετράδιό σου της Γεωλογίας, θα σου το φέρω την Παρασκευή. Το πήρε κι έφυγε λέγοντας σε ευχαριστώ πολύ και την Παρασκευή μου τόφερε ο αδελφός της, ένας τσόγλανος καμιά δωδεκαριά χρονών, ψηλότερος από μένα δυο κεφάλια, μαλλιαρός, με μια χοντρή μονοκόμματη φωνή.
Κάποιο μεσημέρι καθόμουν κάτω από ένα δέντρο και διάβαζα. Δίπλα μου είχα μια στάμνα με νερό, έκανε ζέστη, κάθε τόσο έπινα λίγο νερό και ύστερα κατάβρεχα τη γη. Το χώμα είχε σκάσει σε μεγάλα κομμάτια, όταν το πότιζα θρυμματιζόταν αφήνοντας μια ευχάριστη, βαριά μυρουδιά.
Άκουσα βήματα στα χαλίκια και όταν σήκωσα το κεφάλι μου, είδα να έρχεται η Ελένη, ντυμένη με ένα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Θέλω πάλι εκείνο το τετράδιο της Γεωλογίας, μου είπε και με κύτταξε με ένα απλανές χαμόγελο, ενώ ταυτόχρονα κουνιόταν πέρα δώθε και άπλωνε τα χέρια της να φθάσει ένα κλαδί του δέντρου. Δεν το έχω, της είπα, θα μου το φέρει ο Τάκης το απόγευμα, έλα να διαβάσουμε μαζί. Η Ελένη έπιασε το κλαδί, το άρπαξε με τα δυο της χέρια και έκανε μια μάλλον αδέξια έλξη, τεντώνοντας νωχελικά το κορμί της. Ύστερα πήδησε, τίναξε το κεφάλι, διόρθωσε τα μαλλιά της και έφυγε. Μη με περιμένεις, μου φώναξε.
Το απόγευμα πήρα τα βιβλία μου και πήγα στο αμπέλι. Άρχισα κιόλας να παίρνει τη γνώριμη μυρουδιά του το κλήμα. Της Άγια Μαρίνας ρόγα και τ’ Αηλιός σταφύλι, έλεγε η γιαγιά μου. Έφερα στο μυαλό μου τις ρόγες της Ελένης. Εκείνη ήρθε σε λίγο φορώντας μια στενή χακί φούστα και άσπρο πουκάμισο, χωρίς σουτιέν. Θέλεις να φάμε κανένα σύκο, της είπα και την πήγα στην άκρη του αμπελιού. Τα πρώτα σύκα είχανε ήδη ωριμάσει, οι φρακασάνες όπως τα έλεγαν, μεγάλα ίσαμε ένα πορτοκάλι, από την τρύπα τους κρεμόταν μια καφέ σταγόνα πηχτό μέλι. Έβαλα την Ελένη να καθήσει, της έφερα σύκα και της άνοιξα το κουμπί από το άσπρο της πουκάμισο. Το δεξί της βυζί γλίστρησε έξω, ήταν λιγότερο στρογγυλό από όσο το φαντάστηκα, η ρόγα του κάπως κωνική. Άπλωσα το χέρι μου και κείνη έσκυψε ολότελα προς το μέρος μου. Φραπ, ακούστηκε τότε στο φράχτη και φάνηκε ο τσόγλανος ο αδελφός της, ψηλός και κακοβιδωμένος. Η Ελένη κουμπώθηκε βιαστικά, άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε να διαβάζει, εμένα τα πόδια μου έτρεμαν. Ο αδελφός της μας χαιρέτησε μεθ’ υποκλίσεως, σάλταρε στη συκιά και άρχισε να τρώει φρακασάνες. Η Ελένη απόφευγε να με κυττάξει, γύριζε τις σελίδες του βιβλίου και κάθε τόσο ίσιωνε τη φούστα της. Αργότερα σηκώθηκε και περπατήσαμε μαζί πιο πέρα. Μπήκαμε σε έναν μεγάλο λάκκο ανάμεσα σε κλήματα, τον είχαμε σκάψει στην Κατοχή και κρύψαμε μέσα χαλκώματα και όπλα. Δοκίμασα να πιάσω πάλι το βυζί της Ελένης, εκείνη τραβήχτηκε, γιατί παρασύρεσαι, μου είπε. Μάζεψε τα βιβλία της, φώναξε τον αδελφό της και έφυγε. Εκείνος πήδησε αργά από το δέντρο, με παρατήρησε με βλέμμα κάπως μυστήριο και απομακρύνθηκε χωρίς να με χαιρετήσει, τρώγοντας φρακασάνες.

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Οι φρακασάνες (1962), από το "Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη" Νεφέλη 1995



(πίσω σε αρχική)

This page is powered by Blogger. Isn't yours?