2.12.06
Paradise
*
Είχε μπει ο Σεπτέμβρης. Το ένιωσα εκείνο το μεσημέρι που είπα να γυρίσω στο σπίτι από την παραλία. Μια ψύχρα απ’ τη μεριά της θάλασσας, έπρεπε να είχα φορέσει μακρυμάνικο.
Εκείνη την ώρα, στο τέρμα του παραλιακού δρόμου, στο PARADISE, ο Μιχάλης είχε βγει έξω και έπλενε τις καρέκλες με το λάστιχο. Είχε συννεφιά. Η πρώτη συννεφιά του καλοκαιριού. Τον πλησίασα.
«Άδειασε το χωριό ξαφνικά».
«Δεν είναι για έξω σήμερα. Θα αρχίσω να μαζεύω», μου είπε, κι εγώ κοίταξα κάτω τα τσόκαρα που φορούσε, κάτι γυναικεία τσόκαρα.
Σημάδεψε με το λάστιχο μια καρέκλα και κατά λάθος με πιτσίλισε. Τραβήχτηκα πίσω.
«Σόρι».
«Δεν πειράζει, ρε. Πέρασε κανείς από δω;» ρώτησα να μάθω. Περισσότερο ήθελα να μείνω λίγο ακόμα εκεί.
«Μπα, όχι. Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Θα βρέξει μάλλον»
Κοιτάξαμε και οι δύο τον ουρανό.
«Πότε φεύγεις;» Πρώτη φορά που ρώτησε κάτι τέτοιο.
«Δεν ξέρω. Αύριο, μεθαύριο. Θα δούμε».
Μετά απ’ αυτό δε μιλήσαμε άλλο. Αυτός συνέχισε να τραβολογάει το λάστιχο από καρέκλα σε καρέκλα, από τραπέζι σε τραπέζι.
Κοίταξα πέρα. Τα φεριμπότ πηγαινοερχόντουσαν. Ο Νικόλας, η Βαγγελιώ, ο Άγιος Δημήτριος, το Έλενα. Θυμάμαι ώρες ατέλειωτες στο PARADISE να παίζουμε με τους άλλους το παιχνίδι: Ποιο είναι αυτό που μόλις ξεκίνησε; - Το Έλενα. – Όχι, ρε μαλάκα. – Ο Νικολάκης. – Ένα μηδέν.
Τα ’χαμε μάθει απέξω τόσα χρόνια.
Τώρα ξεκινούσε το Ιφιγένεια από απέναντι. Αυτό κάνει ακριβώς έντεκα λεπτά με μπουνάτσα. Έτσι είχε γίνει με μένα και τον Μιχάλη. Με μπουνάτσα. Ένα βράδυ που έτυχε να μείνουμε στο PARADISE ως αργά. Στο τέλος είχαμε ξεμείνει οι δυο μας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε τίποτα παραπάνω από ένα γεια. Φύγανε και οι τελευταίοι. Άντε να κάνουμε ένα τελευταίο τσιγάρο. Βάλε ένα τελευταίο ούζο. Μόλις είχε ξεκινήσει το Ιφιγένεια από απέναντι.
«Ποιο είναι;» με είχε ρωτήσει.
«Τι χάνεις αν το βρω;» είπα.
«Ρώτα με αλλιώς», είπε.
«Πώς αλλιώς;» είπα.
«Πες τι κερδίζω αν το βρω», είπε.
«Ντάξει. Τι κερδίζω;» τον ρώτησα.
Είχαμε πιει πολλά ούζα και ήταν ακόμα πολύ καλοκαίρι. Στο τέλος κάθε φράσης γελούσαμε χωρίς λόγο.
«Τι κερδίζω, ρε παιδί μου;»
«Κερδίζεις να γαμιόμαστε όση ώρα κάνει να έρθει από δω».
Εγώ απλώς είπα Ιφιγένεια.
Έτσι που τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, με πιτσίλισε πάλι με το λάστιχο. Τραβήχτηκα απότομα. Βράχηκε το παντελόνι μου μέχρι τα γόνατα. Νομίζω ότι το έκανε επίτηδες, αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω, αλλά μου είχε γυρισμένη την πλάτη του και κατέβρεχε το πεζοδρόμιο. Ήθελα να τον ρωτήσω. Αν το έκανε επίτηδες. Ή κάτι άλλο, δεν ξέρω τι.
«Μιχάλη.»
Ήταν η φωνή της γυναίκας του. Την είδα πίσω από το τζάμι του μαγαζιού, με το μωρό στην αγκαλιά.
«Γεια σου, Μαρία», τη χαιρέτισα και έφυγα τρέχοντας, γιατί είχε ήδη αρχίσει να βρέχει.
Λένα Κιτσοπούλου, από το βιβλίο της Νυχτερίδες, Κέδρος 2006