5.9.06
Τέλος εποχής
Μέχρι πρότινος ένας άνθρωπος (λιγάκι ιδιόρρυθμος ενδεχομένως) κατέβαινε στον Πειραιά, έπαιρνε το πλοίο της γραμμής, ταξίδευε 16 ώρες και, αφήνοντας πίσω του 10 γνωστά λιμάνια, κατέληγε ξημερώματα της επομένης στην περιθωριακή νήσο Χ. Από εκεί, φορτώνοντας στο τοπικό καΐκι 5 νερά και 2 ψωμιά, αποβιβαζόταν στην απομακρυσμένη παραλία Ψ, όπου και επιχειρούσε με μερικά καλάμια κι ένα παρεό να πλέξει γύρω από το ισχνό αρμυρίκι (αν ήταν τυχερός) τον ιστό μιας πρόσκαιρης, στεγασμένης ευτυχίας - τα θερινά του ανάκτορα. Αμετανόητος παραβάτης του νόμου περί ελεύθερης κατασκήνωσης συνέχιζε να παρανομεί επιλέγοντας να κολυμπάει γυμνός, ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας, σε συνεργασία με άλλους αντιφρονούντες, άναβε φωτιά στην παραλία. Ξαπλωμένος πια στη ζεστή άμμο, κοιτάζοντας το μακρινό φως του Γαλαξία, ακούγοντας μια ξεχασμένη μπαλάντα σαν το «and I love her» παιγμένη αδέξια, βυθιζόταν σε μια γλυκιά χαύνωση. Την ιδιάζουσα αυτή κατάσταση ήθελε να φαντάζεται ως καλοκαιρινή αμεριμνησία και, ακόμα χειρότερα, να τη βιώνει ως αυτονομία ή ελευθερία. Εύρισκε τον εαυτό του, λέει, ο αφελής.
Ευτυχώς, όχι πια. Το όραμα με την πρωτοφανή πανελλαδική διείσδυση και αποδοχή για μια ολόπλευρη τουριστική ανάπτυξη του τόπου, απαιτώντας (παντί τρόπω και δια ροπάλου) τον ατέρμονο πολλαπλασιασμό μιας παραλίας-πρότυπο, όπως, για παράδειγμα, το Καμάρι Σαντορίνης, διαλύει χρόνο με το χρόνο τις άγονες ψευδαισθήσεις ότι είναι εφικτή η ανθρώπινη ελευθερία ως κοινωνική συνθήκη, εμπεδώνοντας μέσα μας τη γνώση ότι όσες θάλασσες κι αν διαπλεύσεις, όσο μακριά κι αν πας, πάντα τον (ανελεύθερο) εαυτό σου θα συναντάς.
Έτσι, με αυτή τη λεπτή φιλοσοφική παρατήρηση κατά νου, το υπουργείο Τουρισμού σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς έχει επιλέξει προς το συμφέρον όλων, άλλους, ρεαλιστικότερους στόχους. Ζητάει συγκεκριμένα:
· Να σκιαστεί και ο τελευταίος αδέσποτος κόκκος άμμου (ο υγιής ανταγωνισμός θα οδηγήσει, μακροπρόθεσμα, σε μείωση των ενοικίων ξαπλώστρας-ομπρέλας)
· Να οικοδομηθεί και το τελευταίο αγροτεμάχιο με θέα στη θάλασσα (το τσιμέντο είναι ένα σύγχρονο, μοντέρνο υλικό και δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις), ώστε η περιπλανώμενη ψυχή του ταξιδιώτη να πέφτει πάνω σε ένα ρουμ του λετ- σί βιού και να ησυχάζει. Ακόμα κι αν έτσι παρεμποδίζεται η πρόσβαση στην παραλία, δεν πειράζει: η θάλασσα μερικές φορές είναι καλύτερα να λειτουργεί ως καθαρό, εμπνευστικό τοπίο παρά ως ανεξερεύνητη, σκοτεινή ύλη που ως γνωστόν κρύβει κινδύνους.
· Να δημιουργηθεί, τέλος, ένα γιγαντιαίο εθνικό catering το οποίο, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εμπειρία από τη σίτιση των αθλητών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, να οδηγήσει σε αυτοματοποίηση της διαδικασίας ώστε σε όλο το μήκος της νησιωτικής ακτογραμμής να σερβίρεται ταυτόχρονα η ίδια ποιότητα καουτσούκ με άρωμα καλαμαράκι, η ίδια ποιότητα ντομάτας με άρωμα χωριάτικη.
Όλα βαίνουν καλώς και σύμφωνα με το σχέδιο. Ο καθένας μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι πλέον υψηλού επιπέδου. Η Ελλάδα αλλάζει.
*
Μεγάλο υστερόγραφο: Το ζήτημα φυσικά δεν είναι αν μπορείς ακόμα να στήσεις κάπου, ελεύθερα τη σκηνή σου. Ίσως και να μπορείς. Δεν μπορείς όμως να αναπνεύσεις τον ίδιο αέρα, να συμμετάσχεις στην ίδια γιορτή. Αυτό που κατάφεραν οι αστυνομικές επιχειρήσεις με τις διαρκείς επεμβάσεις τους στις ελάχιστες ελεύθερες παραλίες, ήταν να διαλυθεί, συν τω χρόνω, η γεύση της μοιρασμένης ζωής, μια αύρα συντροφικότητας που προέκυπτε από τη χρήση των ίδιων ζωογόνων υλικών, της ίδιας θάλασσας και ουρανού. Κανείς δεν πίστεψε φυσικά ότι θα άλλαζε τον κόσμο επειδή κοιμήθηκε κάτω από τα αστέρια· έμαθε όμως πόσο βαθιά επηρεάζεται το βλέμμα όταν η ζωή απαλλάσσεται από τις βασανιστικές εξαρτήσεις της και επιστρέφει στις πηγές της. Πόσο εκστατικός και πράος γίνεται ο ίδιος όταν κατακτώντας μια βασική απλότητα, λειτουργεί ως εκούσιο μέλος μιας κοινότητας που αποκρυπτογραφεί με τον ίδιο τρόπο το μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι.
Οι παρέες του Σίμου στην Ελαφόνησο (φέτος έκλεισε και η θρυλική καντίνα- μπαρ του Παντελή, ένα αριστούργημα αισθητικής λιτότητας) της παλιάς Αιγιάλης, του Αη Νικόλα, του Ρούκουνα, του Κατσουνιού και κάθε άλλης μυστικής καβάντζας που έχει καθένας στο μυαλό του, ένας ολόκληρος κόσμος που διασκορπίζεται σιγά σιγά καθώς το «all together now» αντικαθίσταται ταχύτατα από τον τρέντυ κυνισμό και την ιδιώτευση.
Η ιστορία του διωγμού κρατάει χρόνια. Και είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι κανείς φωτισμένος, εναλλακτικός πολιτικός μας δεν φιλοτιμήθηκε όλα αυτό το διάστημα να υπερασπιστεί όχι τόσο το δικαίωμα σε μια ελεύθερη, αδιαμεσολάβητη ζωή κοντά στη φύση- αυτά είναι ψιλά γράμματα- όσο, έστω, τη διατήρηση αυτής της νέας παράδοσης της πολυχρωμίας, της φαντασίας, των αρχιτεκτονικών κατασκευών, των πάσης φύσεως πατεντών, των ατελείωτων παιχνιδιών, των θεατρικών και μουσικών δρώμενων που εκτυλίσσονταν καθημερινά σ’ όλα αυτά τα μέρη. Δέσμιοι μιας στενόχωρης, μονομερούς αντίληψης για την ανάπτυξη, αρχές του τόπου και τοπικές κοινωνίες δεν κατάλαβαν ότι δεν είναι προς το συμφέρον του τουρισμού η παστερίωση και ομογενοποίηση των πάντων· ότι θα ερχόταν μια μέρα που η «υπερεπάρκεια» κλινών θα τους γύριζε μπούμερανγκ· ότι στα οργανωμένα κάμπινγκ η άνεση και η ελευθερία έχουν πάει περίπατο· ότι δίπλα στις εκατοντάδες οργανωμένες πλαζ μπορούσαν και έπρεπε να παραμείνουν οι πέντε-έξι τελευταίες ελεύθερες.
Άλλωστε το όφειλαν, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όσους σε ανύποπτο χρόνο άνοιξαν (δυστυχώς) το δρόμο για τη σημερινή επέλαση της βαρβαρότητας· άνθρωποι ευγενείς που, αντίθετα με τα θρυλούμενα, σεβάστηκαν και τη φύση και τους ανθρώπους της, στεκόμενοι με ταπεινότητα απέναντι στους κυρ-Γιάννηδες και κυρα-Μαρίες των τοπικών κοινωνιών. Αναγνώριζαν στα πρόσωπά τους τις ποιότητες ενός πολιτισμού που τους ξεπερνούσε γι’ αυτό και έμεναν σε απόσταση, εραστές μόνο του ήλιου και της θάλασσας, αποφεύγοντας τις σημερινές ψευτο-οικειότητες του τύπου «χο χο, φάση έχεις ρε μπάρμπα, ρίξε μας κι ένα τραγούδι να χορέψουμε» στάση προσβλητική και χυδαία, που περιφέρει με καμάρι η εγχώρια αλαζονεία του σκαφάτου νεοπλουτισμού.
Ας είναι. Ραντεβού πάλι του χρόνου πάνω από τους χάρτες, με το ίδιο βασανιστικό ερώτημα, την ίδια πάντα αμηχανία: πού πάμε φέτος ρε παιδιά;
Athens Voice, τ.92, 8 Σεπτ.2005