19.1.05
Έρωτες και θρανία
Το καλοκαίρι του 1970, ήμουν οκτώ χρονών. Τότε στις παρέες μετρούσαμε τα μπάνια για συναγωνισμό. Αρχίζοντας στα μέσα Μαΐου, φτάναμε σε αριθμούς ρεκόρ.
-Πόσα έχεις;
-Εκατόν τριάντα τέσσερα.
-Άι ρε. Λίγα είναι.
Μετράγανε και τα διπλά, της ίδιας μέρας, πρωί- απόγευμα.
H μάνα μας δεν μπορούσε να μας μαζέψει από τη θάλασσα. Ο αδελφός μου ήξερε και τα κόλπα της ψαρικής, χανόμασταν για ώρες· σε μένα έδινε για πλάκα μια φθαρμένη πετονιά με σκουριασμένο αγκίστρι και μ’ άφηνε να παιδεύομαι. Ως μικρότερος όφειλα υπακοή. Δεν μ’ ένοιαζε όμως, γιατί λάτρευα τη γλυκιά ζωή του καλοκαιριού, να περιπλανιέμαι στη θάλασσα το μεσημέρι που κοιμούνταν όλοι, να ψάχνω για μύδια κολλημένα στις πέτρες.
Περί τα τέλη Αυγούστου κατέφθασε στην πόλη μας ο στρατηγός Κέντρος. Παρόλο το επιβλητικό παρουσιαστικό του όμως, με απογοήτευσε γιατί δεν φορούσε στολή, ούτε είχε άλλο διακριτικό. Βάδιζε με ένα αγέρωχο ύφος και κρατούσε σφιχτά από το χέρι τη μικρή του κόρη.
Τη Βάλια.
Στο τέλος εκείνου του ξένοιαστου καλοκαιριού. Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία.
Στη φωτογραφία είναι τρίτη από αριστερά, μετά τις γυμναστικές επιδείξεις για την επέτειο της 21ης. Τα δυο της γόνατα ακουμπάνε στο χώμα και κρατάει σταυρωμένα τα σημαιάκια της. Όλοι φοράμε ναυτικά καπέλα και δείχνουμε χαρούμενοι. Το δικό της βλέμμα όμως είναι το ίδιο κάρβουνο, η ίδια φλόγα που με πυρπόλησε και τότε. Από εκεί, σχίζει το χρόνο και πέφτει πάνω μου με ορμή, με ανατινάσσει.
Εγώ στέκομαι στην πλευρά των αγοριών, δεύτερη σειρά, δεξιά από την κυρία μας. Aγωνίζομαι να στηθώ μέσα στο κάδρο, σε αντίθεση με εκείνη, που ελέγχει τον κορμό της φυσικά. Κάπως σοβαρή. Κυρίαρχη.
Η Βάλια Κέντρου.
Τα τετράδιά της πάντοτε επιμελώς ντυμένα με πράσινη ή μπλε τσόχα. Το άλφα της, όταν έγραφε, μια τέλεια έλλειψη, ακριβώς όπως του βιβλίου. Το πι της, καλλιτεχνικό. Την περίοδο που οι υπόλοιποι αγωνιζόμασταν να ζωγραφίσουμε ένα τετράγωνο σπίτι με παράθυρα εκείνη ήταν σε θέση να σχεδιάσει, ήδη, μια νεαρή κυρία με τσάντα, καπέλο και σκυλάκι.
Αλλά και η αναπάντεχη ωριμότητά της προκαλούσε δέος σε δασκάλους και μαθητές. Οι απαντήσεις της στο μάθημα, καθηλωτικές. Σηκωνόταν να ξύσει το μολύβι της και κρατούσα την ανάσα μου. Στο πρόσωπό της έλαμπε το φως ενός άλλου κόσμου· εκεί, μέσα σ’ αυτόν ήθελα να ζήσω.
Μια φορά μου είπε:
-Θα κάνω πάρτυ. Θα έλθεις;
Δεν είχα ακούσει κάτι παρόμοιο.
Τι σήμαινε αυτό; Απομακρύνθηκα χωρίς να απαντήσω, γιατί δεν άντεχα να μένω κοντά της πολλή ώρα, ντρεπόμουν. Έπρεπε να σκεφτώ τι είναι το πάρτυ και ν’ αποφασίσω. Αποφάσισα ότι την αγαπώ.
Στο τετράδιό μου άρχισα να γράφω: Βάλια, Βάλια Bάλια, δεκάδες φορές. Μετά τα έσχιζα σε μικρά κομμάτια, τα έκανα μπαλίτσες στο στόμα μου και τα κατάπινα. Άλλοτε έγραφα «Σ’ αγαπώ». Πενήντα, εκατό φορές.
Κάποτε τόλμησα το εξής: τσαλάκωσα ένα χαρτί απ’ αυτά και το πέταξα δίπλα της ώστε να το σηκώσει. Το ξεδίπλωσε, έριξε μια γρήγορη ματιά και στράφηκε προς το μέρος των αγοριών. Ζεματίστηκα. Ντράπηκα τόσο που χώθηκα κάτω από το θρανίο να βρω το χαμένο, τάχα, μολύβι. Με έβγαλε από εκεί αργότερα, η δασκάλα. Έκτοτε έκοψα οριστικά τα χαρτάκια και όλη την ένταση τη γύριζα προς τα μέσα.
Διάσπαρτες εικόνες της εποχής , με μουδιάζουν ακόμα : τρία θρανία μπροστά μου και προς τα δεξιά, στη σειρά των κοριτσιών, κάθεται εκείνη. Πότε πότε τινάζει τα μαλλιά της προς τα πίσω και τα περνά με το χέρι της στην άλλη πλευρά, αποκαλύπτοντας μια μικρή περιοχή του λαιμού, ακριβώς πάνω απ’ το γιακά της ποδιάς της.
Άλλη: Στη γυμναστική, η κυρία μάς έχει αναθέσει να κάνουμε κάποια άσκηση ανά δύο. Επιτέλους, τυχαίνει να είμαι μαζί της. Είναι, όμως, αδύνατο να κατανοήσω την άσκηση, απλώς κρατάω τα χέρια της μαγνητισμένος. Η δασκάλα μού λέει κάπως αυστηρά να συγκεντρωθώ. Συγκεντρώνομαι, μάλλον, στο λεπτό χέρι της που ιδρώνει μέσα στο δικό μου.
Η σκηνή, όμως, από εκείνη την εποχή, που αναδύεται με ιδιαίτερη δύναμη μέσα μου, είναι αυτή: Έχω μείνει τελευταίος στην αίθουσα, μετά το σχόλασμα. Παρατηρώ το άδειο θρανίο της και κάθομαι δειλά στη θέση της. Πρώτα περιεργάζομαι ό,τι είναι γραμμένο πάνω του, μικρά σημάδια, κάποιες λέξεις, κι ύστερα αρχίζω να φαντάζομαι πως είμαι εκείνη, ταυτίζομαι μαζί της. Κάνω πως γράφω σ’ ένα αόρατο τετράδιο, μιμούμενος τις κινήσεις της. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι στέκεται στην πόρτα της τάξης και με κοιτάζει. Το βλέμμα της, χωρίς έκπληξη, με διαπερνά. Μέσα στην άδεια αίθουσα ακούω, ακόμα, τη φωνή της να μου λέει ήσυχα: το ξέρω!