<$BlogRSDUrl$>

20.12.04

τελευταία νύχτα...η συνέχεια. 

*


Τώρα νομίζουν ότι είμαι στενοχωρημένη. Τους αφήνω, γιατί αν τους πω ότι έχω πάψει προ πολλού να αισθάνομαι, θα τρομάξουν. Ο Γιάννης μού το ’φερνε γύρω-γύρω, ξερόβηχε, ανακάτευε τις φακές στο πιάτο, δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Μάνα, κάτι πρέπει να κάνουμε, να απελευθερωθεί και η Τασία. Κοντά τριανταπέντε πια, ο άλλος της ζητάει να κατέβουν στη Σάμο. Να πάμε μια βόλτα στο Νέο Ψυχικό, να δεις το κτίριο, είναι πνιγμένο στο πράσινο.

Αχ, ο Γιαννάκης μου. Το ευγενικό μου. Όλους τους σκέφτεται. Στενοχωρήθηκε αληθινά και μαράζωσε έκτοτε. Ήξερε ότι δεν θα με παρηγορούσαν εμένα παιδιά και εγγόνια, καταλάβαινε τον έρωτα που ’χαμε με τον Νίκο. Αλλά δε στάθηκε τυχερός. Βρήκε την ανάλατη να ανοίξει την καρδιά του κι εκείνη του την έκλεισε για πάντα. Ο άντρας, λέει αυτή, πρέπει να’ ναι αράγιστος, πολεμιστής. Τι να της πω, ότι ο Γιαννάκης μου στη δευτέρα γυμνασίου κοιμόταν ακόμα στο κρεβάτι μαζί μας; Η γυναίκα είναι κρύα σαν πορσελάνη, δεν μπορεί να προσφερθεί.

Αλλά, όσα κορόιδευα, έπαθα. Θυμάμαι τα αισθήματα, μπορώ να πείσω και τους άλλους ότι συμμετέχω. Αλλά δεν. Σα να πατάω στα ίδια βήματα, πανομοιότυπα, σα να ζεσταίνω το ίδιο φαγητό. Αφού κατέβει το έργο της ζωής σου τι νόημα έχει να τριγυρνάς στο άδειο κτίριο, στα θεοσκότεινα καμαρίνια. Να ψάχνεις πίσω από τις κουρτίνες, αναδεύοντας τη σκόνη των παλαιών πραγμάτων ως η ωραία νοσταλγός.

Όπως απόψε ας πούμε. Τελευταία νύχτα στο σπίτι. Ο Γιαννάκης κοιτάει ένα σήριαλ χωρίς ήχο. Η Τασία μού κρύβεται, να μη τη δω με τα δάκρυα. Έχει δήθεν συχνοουρία, τραβάει το καζανάκι αλλά το κλάμα της ακούγεται πίσω απ’ την πόρτα. Μια ζωή μαζί της. Με τους γιους μπορεί να είναι άλλο πράγμα, πιο νόστιμο, αλλά με την κόρη γίνεσαι ένα, μπερδεύονται τα ρούχα σας, οι μυρωδιές σας. Η ζακέτα που φοράει απόψε είναι αυτή που ρίχνω στον ώμο μου, η δικιά μου. Αλλά αποφάσισα ότι δεν τη θέλω πια, δεν την παίρνω μαζί. Μου ταχτοποίησε το βαλιτσάκι μου το απόγευμα, από πάνω έβαλε τα ρούχα που θα φορέσω το πρωί. Με ετοίμασε. Αλλά εκείνη δεν είναι έτοιμη να με αποχωριστεί. Γιατί είναι ακόμα άνθρωπος. Έχει προσδοκίες.

Γελάω τώρα, μέσα μου, καθώς τους ακούω στο τηλέφωνο. Ναι, φεύγει αύριο η μαμά. Προσπαθούν επιμελώς να αποφύγουν τη λέξη. Βρε, λέω, δεν με πειράζουν εμένα οι λεξούλες. Πείτε το. Γηροκομείο. Άλλωστε αυτοί ήταν οι σταθμοί μου: εκκλησία, μαιευτήριο, τώρα γηροκομείο. Δεν είναι τόσο άσχημα. Γιατί το θέμα είναι πώς γέμισε το ενδιάμεσο. Όταν πάρετε κι εσείς τις αποστάσεις σας θα καταλάβετε πως η ζωή είναι αυτή η ασήμαντη διαδρομή, πολύ κακό για το τίποτα. Αλλά για να το δεις αυτό, πρέπει να ’χεις όπως εγώ, ήδη αναχωρήσει.


This page is powered by Blogger. Isn't yours?